- πολέμιος
- -α,-ον A 0-1-0-2-38=41 1 Chr 18,10; Est 9,16; Ezr 8,31; 1 Ezr 4,4; Jdt 15,4hostile, inimical 1 Chr 18,10; οἱ πολέμιοι the enemy 1 Ezr 4,4; τὰ πολέμια warring activities Est 9,16; ἡ πολεμία the enemy Is 27,4
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
πολέμιος — of masc nom sg πολέμιος of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολέμιος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, Είναι ένας από τους 300 μάρτυρες και όσιους που μαρτύρησαν στην Κύπρο. * * * α, ο / πολέμιος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος, Α [πόλεμος] 1. ο σχετικός με τον πόλεμο, πολεμικός 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον… … Dictionary of Greek
πολέμιος — α, ο 1. αυτός που αναφέρεται στον πόλεμο, πολεμικός. 2. εχθρικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολεμιώτερον — πολέμιος of adverbial comp πολέμιος of masc acc comp sg πολέμιος of neut nom/voc/acc comp sg πολέμιος of masc acc comp sg πολέμιος of neut nom/voc/acc comp sg πολέμιος of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμιωτάτων — πολέμιος of fem gen superl pl πολέμιος of masc/neut gen superl pl πολέμιος of fem gen superl pl πολέμιος of masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμιώτατα — πολέμιος of adverbial superl πολέμιος of neut nom/voc/acc superl pl πολέμιος of adverbial superl πολέμιος of neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμιώτατον — πολέμιος of masc acc superl sg πολέμιος of neut nom/voc/acc superl sg πολέμιος of masc acc superl sg πολέμιος of neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμίω — πολέμιος of masc/neut nom/voc/acc dual πολέμιος of masc/neut gen sg (doric aeolic) πολέμιος of masc/fem/neut nom/voc/acc dual πολέμιος of masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) πολεμέω to be at war pres subj act 1st sg (doric) πολεμέω to be at war… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμίως — πολέμιος of adverbial πολέμιος of masc acc pl (doric) πολέμιος of adverbial πολέμιος of masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολέμιον — πολέμιος of masc acc sg πολέμιος of neut nom/voc/acc sg πολέμιος of masc/fem acc sg πολέμιος of neut nom/voc/acc sg πολεμέω to be at war imperf ind act 3rd pl (doric) πολεμέω to be at war imperf ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμίων — πολέμιος of fem gen pl πολέμιος of masc/neut gen pl πολέμιος of masc/fem/neut gen pl πολεμέω to be at war pres part act masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)